- συγκατακομίζω
- ΜΑμεταφέρω μαζί σε κάποιον τόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + κατακομίζω «φέρνω, εισάγω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συγκατακομίσαι — συγκατακομίζω bring down together aor inf act συγκατακομίσαῑ , συγκατακομίζω bring down together aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κομίζω — (AM κομίζω) φέρω, μεταφέρω, κουβαλώ («σφέα ἐκόμισάν τε καὶ ἱδρύσαντο τῆς σφετέρης χώρης ἐς τὴν μεσόγαιαν», Ηρόδ.) αρχ. 1. περιποιούμαι κάποιον («οὐδέ νυ τόν γε [παῑδα] γηράσκοντα κομίζω», Ομ. Ιλ.) 2. φιλοξενώ («κομίζεται αὐτῆν εἰς τὴν οἰκίαν»,… … Dictionary of Greek